ξαστόχημα

ξαστόχημα
το [ξαστοχώ]
1. το να πέσει κάποιος έξω από τους στόχους του, αστόχημα
2. παράλειψη που οφείλεται σε λησμοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξαστοχιά — η [ξαστοχώ] 1. ξαστόχημα 2. αστόχημα, λησμοσύνη …   Dictionary of Greek

  • ξαστοχιά, η — και ξαστόχημα,το λησμονιά, ξέχασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”